- σπαθῶντος
- σπαθάωstrike the woof with thepres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπαθώ — άω, Α [σπάθη] 1. (υφαντ.) χτυπώ το στημονι ή το υφάδι με τη σπάθη για να γίνει το ύφασμα πυκνό («σπαθᾱν τὸν ἱστὸν», Φιλύλλ.) 2. διασπαθίζω, σπαταλώ, ξοδεύω άσκοπα («σπαθῶντος τὰ χρήματα καὶ τὰς προσόδους ἀπολλύντος», Πλούτ.) 3. κλαδεύω («σπαθῶ τὰ … Dictionary of Greek